Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ο Ωρίωνας

Ήταν μια καλοκαιρινή βραδιά πριν μερικά χρόνια. Κάθονταν στο μπαλκόνι και απολάμβαναν το παγωμένο οινόπνευμά τους. Κάποια στιγμή μέσα στη ζάλη, της είπε: «κοίτα ψηλά, δε βλέπεις συχνά αστέρια στον ουρανό της Αθήνας». Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον ουρανό. Αστέρια. Παντού. Χούφτες ασημόσκονης σε μαύρο φόντο. «Αυτός εκεί, είναι ο Ωρίωνας», του είπε. Δεν καταλάβαινε τι του έδειχνε και αποφάσισε να σηκωθεί και να σταθεί δίπλα του, παρά την μεγάλη ζαλάδα που είχε από το ποτό, για να μπορέσει να ακολουθήσει το χέρι της.

Είχαν περάσει σχεδόν οχτώ μήνες από την προτελευταία τους συνάντηση. Η τελευταία φορά που τον είδε ήταν ένα βράδυ του Φλεβάρη, αρκετά γλυκό.

Απόψε βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε ξανά τον ουρανό.

«Τώρα είσαι κάπου μακριά. Κάπου που τα αστέρια είναι πιο λαμπερά και πιο πολλά και πιο όμορφα. Παρόλα αυτά, κοιτάμε τον ίδιο ουρανό και για κάποιο παράξενο λόγο, απόψε η Αθήνα έχει την ίδια ξαστεριά με εκείνο το βράδυ».


Στον τσιγαρο-ποτο-αμυγδαλο-τρακαδόρο της εφηβείας μου, που μου θυμίζει κάθε φορά πράγματα που τείνω να ξεχάσω.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

μνήμη.

«Να μη στεναχωριέσαι πολύ», είπε. Χαμογέλασα. Ήταν σκοτεινά και δε νομίζω να είδε την έκφρασή μου. Αποκοιμηθήκαμε.

Το επόμενο πρωί έπρεπε να φύγει βιαστικά. Στις «επάλξεις» αυτός, ασθματική εγώ. Στο τρέξιμο αυτός, μούργος εγώ.

Ετερώνυμα όντα που δεν είχαν την έλξη που τους έπρεπε ή που αποφορτίστηκαν χωρίς πολύ κόπο, χωρίς κανένα τρομερό «μπαμ», χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο ή λάμψη. Τίποτα το τραγικό για να αναταραχθεί το σύμπαν. Μόνο η μνήμη αυτών. Ότι κάποτε υπήρξε κάτι κοινό. Τα σημάδια ότι υπήρξε ένα είδος αλληλεπίδρασης.

«Πέσε κοιμήσου» σου είπα ένα βράδυ. Τώρα το λέω σε μένα.

Καληνύχτα σου.


Υ.Γ.: Προς όσους με διαβάζουν και έχουν παρατηρήσει την αλλαγή στη θεματολογία… λίγη υπομονή ρε παιδιά. Φάση είναι θα περάσει.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ο έρωτας στα χρόνια της χρεοκοπίας (μέρος βου)

«Τι σου απέμεινε λοιπόν εσένα;», τον ρώτησα. Τον είδα ότι χαμήλωσε το βλέμμα και ένιωσε φανερά μουδιασμένος από την ερώτηση μου. Κοίταξα τα μάτια του και είδα ότι είχαν πάρει μια γυαλάδα. Είναι αυτή η όμορφη όψη που έχουν τα μάτια πριν κλάψουν. Γίνονται πιο μεγάλα, πιο καθαρά, λένε περισσότερες αλήθειες. Έτσι νομίζω.

Πήρε μια βαθιά ανάσα σα να χρειαζόταν αέρα περισσότερο από αυτόν που υπήρχε στο δωμάτιο. Ξεκίνησε την πρότασή του, κομπιάζοντας λίγο, και μου είπε: «εμένα μου απέμεινε μόνο η ανάμνηση. Είναι η ανάμνηση τριών πραγμάτων, η οποία γυρίζει στο μυαλό μου. Είναι ξέχωρες μεταξύ τους. Δε συνδέονται. Ένα βράδυ του Οκτώβρη. Ένα βλέμμα στην Ερμού. Ένα χαμόγελο στον Πειραιά. Αυτά. Αυτά τα τρία μικρά πράγματα».

Για λίγη ώρα δε μιλήσαμε. Δεν ήξερα τι να του πω και ίσως είναι καλύτερα μερικές φορές να μένεις σιωπηλός. «Είναι και αυτό το κενό», μου είπε ξαφνικά, «αυτό το κενό που νιώθω τα πρωινά που δε το μπορώ. Ξυπνάω και βλέπω τον τοίχο ενώ εκεί έβρισκα κάποτε την πλάτη της χωρίς πολύ προσπάθεια. Το διπλανό μαξιλάρι είναι παγωμένο. Λείπει η ζέστη της. Ξέρεις πόσο απόκοσμο είναι αυτό το αίσθημα της παγωνιάς;», με κοίταξε και ήξερα ότι κατά βάθος δεν περίμενε να του απαντήσω μα να του δείξω ότι τον νιώθω. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Συνέχισε λέγοντας πως ούτε η μουσική είναι ίδια πια. «Μα είναι τρομερό! Δε είναι ότι δε μπορώ να ακούσω την μελωδία. Είναι ότι μου μοιάζει αλλιώτικη πια. Σα να θέλει να με γυρίσει πίσω και γω να παλεύω με τον εαυτό μου για να μη του κάνω την χάρη. Όσες φορές κι αν πάλεψα τις τελευταίες μέρες βγήκα ηττημένος. Εκτός από την Κυριακή». Χαμογέλασα γιατί ήξερα ακριβώς τι εννοούσε. «Τουλάχιστον δε μας τα έχουν πάρει όλα ακόμα. Έχουμε πολλούς λόγους να χαμογελάμε, να παλεύουμε και να αντιστεκόμαστε, έτσι δεν είναι; Και πρέπει να νιώθεις όμορφα για αυτό που τώρα σε βασανίζει. Γιατί το ζεις. Είναι δικό σου και κανείς δε μπορεί να στο κλέψει. Είσαι από τους τυχερούς καλέ μου. Ζεις, αναπνέεις, υπάρχεις, αγαπάς. Είναι σπουδαίο πράγμα να μπορείς να αγαπάς σε μια τέτοια εποχή» του είπα και τον είδα ότι ήταν σκεπτικός πριν με κοιτάξει και μου «σκάσει» ένα από τα γνωστά του στραβά χαμόγελα.

«Εσένα τι σου απέμεινε;», με ρώτησε αν και ήξερε ότι δε θα του απαντούσα ποτέ σοβαρά. «Εμένα μου απέμεινε η Chu, τέσσερεις λωτοί στο ψυγείο και ένα κοπάδι τζάμια».

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

ο έρωτας στα χρόνια της χρεοκοπίας (μέρος α)

Με αφορμή μερικές συζητήσεις που έγιναν σήμερα με φίλους είπα να ξεκινήσω να γράψω τούτο δω το… «πράγμα» το οποίο δε ξέρω σε τι ακριβώς θα εξελιχθεί.

Συζήτηση πρώτη: «και πώς ξε-ερωτεύεσαι κάποιον δηλαδή;»

Δέσμιοι της εποχής της χυδαιότητας, του σεξ χωρίς σχεδόν κανένα συναίσθημα, της αναζήτησης ενός καλού κρεβατιού και της αντίληψης του «ντάξει μωρέ, σε δουλειά να βρισκόμαστε», δέσμιοι της αναισθησίας που καλούμαστε να έχουμε ως προτεραιότητά μας, γνώρισα κάποιον που είχε νιώσει. Είχε νιώσει πραγματικά και είχε φτάσει η ώρα να το πληρώσει. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος έκανε ένα βασικότατο λάθος. Ερωτεύτηκε. Για την ακρίβεια, έπεσε με τα μούτρα. Για κάποιο διάστημα όλα κυλούσαν ήρεμα, ήταν χαρούμενος, ίσως θα τολμούσε να πει κ ευτυχισμένος. Η εποχή βέβαια πρόσταζε άλλα. Πιο ελεύθερα και πιο ανεξάρτητα πράγματα. Δεν είναι οι άνθρωποι για δεσμεύσεις αυτό τον καιρό. Να μη σας τα πολυλογώ, κάποια στιγμή το «έτερον ήμισυ» τον παράτησε. Του άφησε δυο καρέκλες δανεικές για να απλώσει ένα χαλί το οποίο τελικά σάπισε όταν το σπίτι πλημμύρισε στον κατακλυσμό του Νόε. Αυτή ήταν η ιστορία μέσες-άκρες.

Αυτός ο κάποιος λοιπόν, βασανίζεται μέρα-νύχτα. Αναζητάει τα γιατί και μέσα στην αναζήτηση αυτή ρώτησε και μένα το «μα πώς ξε-ερωτεύεσαι;». Ρώτησα και γω ένα φίλο και μου είπε ότι «απλά θα συμβεί, αρκεί να μη το βιάζεις, να μη το πιέζεις». Ένας άλλος φίλος μου είπε ότι «δε πρέπει να αναζητά το γιατί, πρέπει απλά να δεχτεί την εντολή που του έδωσαν.». Η εντολή ήταν το «δε θέλω να σε ξαναδώ». Εγώ του είπα ότι «οι συναισθηματικές σου ταλαντώσεις σου προκαλούν συντονισμό και στο τέλος θα σπάσεις. Αν θες να μείνεις έτσι έχει καλώς. Αν δε θες να είσαι κάθε μέρα έτσι, κάνε κάτι». Όλα αυτά φυσικά είναι οι γνωστές μπούρδες που αραδιάζουμε στον οποιονδήποτε όταν ζητά τη γνώμη μας. Εγώ το ονοματίζω κιόλας… «ένας κουβάς σκατά».

Συζήτηση δεύτερη: «να ‘τανε λέει εύκολα»

Η εποχή είναι σκληρή. Η αλλαγή «επιβάλλεται» αλλά δεν επιβάλλεται. Τίποτα δεν χαρίζεται, όλα δανείζονται, όλοι δανείζονται, όλα πωλούνται και ενοικιάζονται σε τιμή ευκαιρίας. Ξεπούλημα. Λογιών-λογιών πράγματα βαλμένα σε μια σειρά, τακτοποιημένα, πάνω σε ένα πάγκο από μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σε περιμένουν. Τι θέλεις να αγοράσεις σήμερα; Υπάρχει ό,τι τραβάει η ψυχή σου. (είναι περιττό το να πω ότι λέγοντας «πράγματα» δεν εννοώ μόνο τα υλικά αγαθά ε;). Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν έχεις φράγκο. Επομένως, μπορείς μόνο να χαζεύεις όλα αυτά τα καλούδια. Να τα "αγοράσεις" ούτε λόγος. Ξέχασα βέβαια να πω ότι πάνω στον πάγκο υπάρχει ταμπελάκι "μην αγγίζετε". Κάθεσαι λοιπόν και τα κοιτάς και τα σαλάκια τρέχουν...

Συζήτηση τρίτη και τελευταία: «το γκομενιλίκι θέλει φράγκα και ‘μεις δεν έχουμε σάλιο μαλάκα».

Καληνύχτα σας.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

η αλυσίδα έσπασε

Χτες κάποια στιγμή στην πορεία «έσπασες».
Σε θυμάμαι να μου λες: «θα μας λιώσουν, δε ξέρω τι θα κάνουμε.»
Η αλυσίδα «σπάει» και σε χάνω. Μετά ακολουθούν τα χημικά και πάει κατά τα γνωστά.

Ήξερα από την αρχή ότι δε μιλούσες για τα ΜΑΤ.

Σήμερα μου είπε ότι πριν 5 χρόνια ήμασταν όλοι ανέμελοι. Της απάντησα ότι ήμασταν ανέμελα ηλίθιοι και αόμματοι.

Στη διαδρομή από το σπίτι μιας φίλης που καταλήξαμε χτες μετά την πορεία μέχρι το δικό μου, πέρασα από το κέντρο. Άλλαζαν τα τζάμια στα μαγαζιά, έβαφαν τοίχους. Οι τράπεζες μεθαύριο θα είναι στη θέση τους. Αμφιβάλλω αν το ίδιο θα ισχύσει και για την ελπίδα που έχω ή που τουλάχιστον είχα κάποτε.

Όχι, δε περίμενα ότι θα άλλαζε κάτι χτες. Απλά χτες μαζί με σένα και την αλυσίδα, «έσπασα» και γω.

Σκέφτομαι ότι με 440 ευρώ δε μπορείς να ζήσεις. Δε μπορείς να κάνεις οικογένεια. Δε μπορείς να έχεις κανένα όνειρο. Μάλλον δε μπορείς να έχεις και κανένα μέλλον.

Τέλος πάντων. Ελπίζω να σε δω στην επόμενη πορεία και αυτή τη φορά να μην σπάσουμε την αλυσίδα.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

ελαφρά διχασμένη

Σύστημα κλειστής καλλιέργειας ιδεών, χαρακτήρων, ελπίδων.
Χωράφια σκέψεων.
Ισοζύγια αναμνήσεων.
Κομποστοποίηση μυαλού.
Επαναφορτιζόμενα συναισθήματα.
Απομύζηση νιότης.
Παρασιτισμός εξουσίας.
Μηρυκασμός ιδεολογίας.
Πρότυπες καμπύλες τρόπου ζωής.
Καταπόνηση εαυτών.
Εκκινητές κατοχής.
Σιγασμένα γονίδια εξέγερσης.
Αποικοδόμηση ζωής.

καληνύχτα σας.