Με αφορμή μερικές συζητήσεις που έγιναν σήμερα με φίλους είπα να ξεκινήσω να γράψω τούτο δω το… «πράγμα» το οποίο δε ξέρω σε τι ακριβώς θα εξελιχθεί.
Συζήτηση πρώτη: «και πώς ξε-ερωτεύεσαι κάποιον δηλαδή;»
Δέσμιοι της εποχής της χυδαιότητας, του σεξ χωρίς σχεδόν κανένα συναίσθημα, της αναζήτησης ενός καλού κρεβατιού και της αντίληψης του «ντάξει μωρέ, σε δουλειά να βρισκόμαστε», δέσμιοι της αναισθησίας που καλούμαστε να έχουμε ως προτεραιότητά μας, γνώρισα κάποιον που είχε νιώσει. Είχε νιώσει πραγματικά και είχε φτάσει η ώρα να το πληρώσει. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος έκανε ένα βασικότατο λάθος. Ερωτεύτηκε. Για την ακρίβεια, έπεσε με τα μούτρα. Για κάποιο διάστημα όλα κυλούσαν ήρεμα, ήταν χαρούμενος, ίσως θα τολμούσε να πει κ ευτυχισμένος. Η εποχή βέβαια πρόσταζε άλλα. Πιο ελεύθερα και πιο ανεξάρτητα πράγματα. Δεν είναι οι άνθρωποι για δεσμεύσεις αυτό τον καιρό. Να μη σας τα πολυλογώ, κάποια στιγμή το «έτερον ήμισυ» τον παράτησε. Του άφησε δυο καρέκλες δανεικές για να απλώσει ένα χαλί το οποίο τελικά σάπισε όταν το σπίτι πλημμύρισε στον κατακλυσμό του Νόε. Αυτή ήταν η ιστορία μέσες-άκρες.
Αυτός ο κάποιος λοιπόν, βασανίζεται μέρα-νύχτα. Αναζητάει τα γιατί και μέσα στην αναζήτηση αυτή ρώτησε και μένα το «μα πώς ξε-ερωτεύεσαι;». Ρώτησα και γω ένα φίλο και μου είπε ότι «απλά θα συμβεί, αρκεί να μη το βιάζεις, να μη το πιέζεις». Ένας άλλος φίλος μου είπε ότι «δε πρέπει να αναζητά το γιατί, πρέπει απλά να δεχτεί την εντολή που του έδωσαν.». Η εντολή ήταν το «δε θέλω να σε ξαναδώ». Εγώ του είπα ότι «οι συναισθηματικές σου ταλαντώσεις σου προκαλούν συντονισμό και στο τέλος θα σπάσεις. Αν θες να μείνεις έτσι έχει καλώς. Αν δε θες να είσαι κάθε μέρα έτσι, κάνε κάτι». Όλα αυτά φυσικά είναι οι γνωστές μπούρδες που αραδιάζουμε στον οποιονδήποτε όταν ζητά τη γνώμη μας. Εγώ το ονοματίζω κιόλας… «ένας κουβάς σκατά».
Συζήτηση δεύτερη: «να ‘τανε λέει εύκολα»
Η εποχή είναι σκληρή. Η αλλαγή «επιβάλλεται» αλλά δεν επιβάλλεται. Τίποτα δεν χαρίζεται, όλα δανείζονται, όλοι δανείζονται, όλα πωλούνται και ενοικιάζονται σε τιμή ευκαιρίας. Ξεπούλημα. Λογιών-λογιών πράγματα βαλμένα σε μια σειρά, τακτοποιημένα, πάνω σε ένα πάγκο από μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σε περιμένουν. Τι θέλεις να αγοράσεις σήμερα; Υπάρχει ό,τι τραβάει η ψυχή σου. (είναι περιττό το να πω ότι λέγοντας «πράγματα» δεν εννοώ μόνο τα υλικά αγαθά ε;). Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν έχεις φράγκο. Επομένως, μπορείς μόνο να χαζεύεις όλα αυτά τα καλούδια. Να τα "αγοράσεις" ούτε λόγος. Ξέχασα βέβαια να πω ότι πάνω στον πάγκο υπάρχει ταμπελάκι "μην αγγίζετε". Κάθεσαι λοιπόν και τα κοιτάς και τα σαλάκια τρέχουν...
Συζήτηση τρίτη και τελευταία: «το γκομενιλίκι θέλει φράγκα και ‘μεις δεν έχουμε σάλιο μαλάκα».
Καληνύχτα σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου