«Τι σου απέμεινε λοιπόν εσένα;», τον ρώτησα. Τον είδα ότι χαμήλωσε το βλέμμα και ένιωσε φανερά μουδιασμένος από την ερώτηση μου. Κοίταξα τα μάτια του και είδα ότι είχαν πάρει μια γυαλάδα. Είναι αυτή η όμορφη όψη που έχουν τα μάτια πριν κλάψουν. Γίνονται πιο μεγάλα, πιο καθαρά, λένε περισσότερες αλήθειες. Έτσι νομίζω.
Πήρε μια βαθιά ανάσα σα να χρειαζόταν αέρα περισσότερο από αυτόν που υπήρχε στο δωμάτιο. Ξεκίνησε την πρότασή του, κομπιάζοντας λίγο, και μου είπε: «εμένα μου απέμεινε μόνο η ανάμνηση. Είναι η ανάμνηση τριών πραγμάτων, η οποία γυρίζει στο μυαλό μου. Είναι ξέχωρες μεταξύ τους. Δε συνδέονται. Ένα βράδυ του Οκτώβρη. Ένα βλέμμα στην Ερμού. Ένα χαμόγελο στον Πειραιά. Αυτά. Αυτά τα τρία μικρά πράγματα».
Για λίγη ώρα δε μιλήσαμε. Δεν ήξερα τι να του πω και ίσως είναι καλύτερα μερικές φορές να μένεις σιωπηλός. «Είναι και αυτό το κενό», μου είπε ξαφνικά, «αυτό το κενό που νιώθω τα πρωινά που δε το μπορώ. Ξυπνάω και βλέπω τον τοίχο ενώ εκεί έβρισκα κάποτε την πλάτη της χωρίς πολύ προσπάθεια. Το διπλανό μαξιλάρι είναι παγωμένο. Λείπει η ζέστη της. Ξέρεις πόσο απόκοσμο είναι αυτό το αίσθημα της παγωνιάς;», με κοίταξε και ήξερα ότι κατά βάθος δεν περίμενε να του απαντήσω μα να του δείξω ότι τον νιώθω. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Συνέχισε λέγοντας πως ούτε η μουσική είναι ίδια πια. «Μα είναι τρομερό! Δε είναι ότι δε μπορώ να ακούσω την μελωδία. Είναι ότι μου μοιάζει αλλιώτικη πια. Σα να θέλει να με γυρίσει πίσω και γω να παλεύω με τον εαυτό μου για να μη του κάνω την χάρη. Όσες φορές κι αν πάλεψα τις τελευταίες μέρες βγήκα ηττημένος. Εκτός από την Κυριακή». Χαμογέλασα γιατί ήξερα ακριβώς τι εννοούσε. «Τουλάχιστον δε μας τα έχουν πάρει όλα ακόμα. Έχουμε πολλούς λόγους να χαμογελάμε, να παλεύουμε και να αντιστεκόμαστε, έτσι δεν είναι; Και πρέπει να νιώθεις όμορφα για αυτό που τώρα σε βασανίζει. Γιατί το ζεις. Είναι δικό σου και κανείς δε μπορεί να στο κλέψει. Είσαι από τους τυχερούς καλέ μου. Ζεις, αναπνέεις, υπάρχεις, αγαπάς. Είναι σπουδαίο πράγμα να μπορείς να αγαπάς σε μια τέτοια εποχή» του είπα και τον είδα ότι ήταν σκεπτικός πριν με κοιτάξει και μου «σκάσει» ένα από τα γνωστά του στραβά χαμόγελα.
«Εσένα τι σου απέμεινε;», με ρώτησε αν και ήξερε ότι δε θα του απαντούσα ποτέ σοβαρά. «Εμένα μου απέμεινε η Chu, τέσσερεις λωτοί στο ψυγείο και ένα κοπάδι τζάμια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου