Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

σημειώσεις από έναν πνιγμό




«Είμαι σχεδόν σίγουρος. Υπήρξες. Έστω για λίγο υπήρξες. Έζησες κι εσύ εδώ μαζί μου. Ένιωσες κι εσύ αυτό που νιώθω κι εγώ. Υπήρξες. Δε μπορεί να είναι αλλιώς. Δε μπορεί. Ανάσανες στο αυτί μου, σε άκουγα. Μύριζες τα μαλλιά μου, το θυμάμαι. Μοιραστήκαμε πράγματα. Ανταλλάξαμε συναισθήματα. Μνήμες. Αγωνίες. Διάολε, δε μπορεί παρά να υπήρξες. Σε αγάπησα. Με όλο μου το είναι. Σου έδωσα κομμάτι μου. Με πείσμωσες, με θύμωσες, με πλήγωσες. Υπήρξες. Και τώρα που σιγουρεύτηκα πως υπήρξες μέσα από τις αναμνήσεις που ανακαλώ, αποφάσισα να με πείσω πως δεν υπάρχεις πια. Μου οφείλω και μένα βλέπεις, μια λιγοστή ηρεμία. Την ελάχιστη. Έστω αυτή.»

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

γράμμα από τη νέβερλαντ





Ιστοριούλα:

Ξύπνησα και αφού ήπια τον πρωινό καφέ μου, κατέβηκα προς το κέντρο. Γυρνώντας σπίτι βρήκα ένα γράμμα πεταμένο κάτω από την πόρτα. Παραξενεύτηκα. Βλέπεις, έχω συνηθίσει τους ανθρώπους να μιλάνε μέσα από mail, από msn κτλ. Αποφεύγουν τα χειρόγραφα. Είναι ντεμοντέ μάλλον.

"Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει και δε νιώθω. Η παράνοια που με πλημμύριζε έχει χαθεί. Σπάνια θα νιώσω να με προβληματίζει κάτι ή έστω να υπάρχει ένα κατιτίς να παιδέψω το μυαλό μου.
Εσύ φταις. Εσύ και μόνο εσύ. Δε με νοιάζει τι έκανες, με νοιάζει να μου το φέρεις πίσω. Αυτό είναι δικό μου και μου το πήρες. Μου το έκλεψες. Δε μπορώ να μη σκέφτομαι, να μη λυπάμαι, να μη τσαντίζομαι, να μη γελάω. Είμαι ζωντανός. Θέλω να νιώθω. Κι εσύ μου το πήρες αυτό. Κάθε μέρα είναι ο ίδιος μονότονος ήχος. Είναι σαν τότε που πηγαίναμε στο ωδείο και ακούγοντας τις κλίμακες και τους αρπισμούς ξέραμε ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να εκπλαγούμε από τον ήχο. Εκτός φυσικά αν γινόταν κάπου λάθος.

Ζω, αναπνέω, υπάρχω. Αλλά δε νιώθω πια.

Τουλάχιστον πριν, υπήρχε κάτι. Ένας θυμός, μια λύπη, κάτι. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα."

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

«Εσύ δε θα ψήνεσαι, αυτή δε θα ξέρει, εσύ θα ξενερώνεις…»




Δεν έχω καπνό. Δεν έχω φιλτράκια γιατί μου τα καβάτζωσες.

Πήρα το μετρό. Κατέβηκα Νέο Κόσμο. Πήγα στις εργατικές. Μετά σε σκέφτηκα. Είχα την μηχανή μαζί. Τράβηξα φωτογραφίες. Έβρισα ένα πιτσιρίκι που δεν έκανε πιο πέρα και μου έσπασε τα νεύρα. Βρήκα κάτι περιστέρια να μαλώνουν για το ποιο θα πρωτοφάει το ξεροκόμματο που ήταν στο πλακάκι της πλατείας. Τα τράβηξα και αυτά αλλά δε μου άρεσε η εικόνα.

Πιο πέρα, βρήκα το μεγάλο κουβάρι στον τοίχο. Μετά ένας γάτος περνούσε το δρόμο σχετικά βιαστικός. (Όλοι γαμώ την αγανάκτηση είναι βιαστικοί. Ακόμα και οι γάτοι.) Τον τράβηξα και αυτόν. Πάλι δε μ’ άρεσε. Μετά θυμήθηκα μια φωτογραφία ενός γερμανού με ένα κτήριο. Βρήκα το πιο ψηλό και τον μιμήθηκα. Ήταν καλή. Έτσι μου είπαν.

Ξέρεις, σε σκέφτηκα σήμερα. Ασπρόμαυρη φωτογραφία. Εσύ στο δωμάτιο. Γυρισμένη πλάτη και το φως να πέφτει πίσω σου. Δε ξέρω πότε θα σε βγάλω. Αλλά παίζει να είναι από τις καλύτερες φωτογραφίες που θα τραβήξω.

Τελευταία έχω κολλήσει με δύο λέξεις. Το «ωστόσο» και το «ενδέχεται». Όταν ξαφνιάζομαι λέω «ώπα το».

Τις προάλλες είδα χρώματα. Δε ξέρω. Ήταν πολύ περίεργο. Σου ζήτησα νερό. Όχι, δε φταίει ο λαβύρινθος.

Πότε θα σε φωτογραφίσω;